πυουρία

πυουρία
η, Ν
ιατρ. η παρουσία πύου στα ούρα που έχει ως βασικό αίτιο την ύπαρξη φλεγμονής σε τμήμα τού ουροποιογεννητικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. pyuria (< πύον + ουρία < ουρώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυελονεφρίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της μυελικής και πυελικής περιοχής των νεφρών, που οφείλεται σε κοινά μικρόβια όπως το κολοβακτηρίδιο, ο πρωτεύς, η κλεμπσιέλα, η ψευδομονάς· οι μικροοργανισμοί αυτοί φτάνουν στις ουροφόρους οδούς σπάνια διά της αιματικής οδού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”